ἀχρείου

ἀχρείου
ἀχρεῖος
useless
masc/fem/neut gen sg
ἀ̱χρείου , ἀχρειόω
render useless
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀχρειόω
render useless
pres imperat act 2nd sg
ἀχρειόω
render useless
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • непотребьныи — (66) пр. 1.Ненужный, бесполезный; непригодный: и вьсе повелѣниѥ творити. и непотрѣбьна себе гл҃ати. и бл҃гдарити б҃а. (ἀχρεῖον) Изб 1076, 107; то же ЗЦ к. XIV, 43б; и съгнивъшихъ ѹже ѹдовъ творить прилежаниѥ. многа бо ѿ нихъ ѿ телесе своѥго… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… …   Dictionary of Greek

  • ελεεινολογία — η (ΑΜ ἐλεεινολογία, Α και ἐλεινολογία) νεοελλ. 1. ο χαρακτηρισμός κάποιου ως ελεινού, ως αξιολύπητου 2. ο χαρακτηρισμός κάποιου ως ελεεινού, ως αχρείου αρχ. μσν. λόγος που προκαλεί συμπάθεια ή οίκτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”